γαλακτοβουτυρόμετρο(ν)

γαλακτοβουτυρόμετρο(ν)
το лактоскоп

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "γαλακτοβουτυρόμετρο(ν)" в других словарях:

  • γαλακτοβουτυρόμετρο — το εργαστηριακό όργανο που χρησιμοποιείται για τον προσδιορισμό τών λιπαρών συστατικών τού γάλακτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα ( κτος) + βουτυρόμετρο. Η λ. γαλακτοβουτυρόμετρον μαρτυρείται από το 1886 στον Κ. Κυριαζίδη] …   Dictionary of Greek

  • γάλα — Υγρό που εκκρίνεται από τους μαστικούς αδένες των θηλαστικών. Το γ. είναι ένα γαλάκτωμα, δηλαδή νερό με λεπτότατα λιποσφαίρια που περιέχει, εκτός από το λίπος, πρωτεΐνες, υδατάνθρακες, ένζυμα, άλατα και βιταμίνες. Όλα τα συστατικά αυτά φέρονται… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»